- ξινήθρα
- Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Είναι συγγενές με το ξινολάπαθο (ρούμεξ ο όξινος), αλλά πιο μικρό και έχει γεύση χάρη στο οξαλικό οξύ που περιέχει (βλ. λ. λάπατο). Στο γένος οξαλίς υπάγεται, ως το πιο κοινό παράδειγμα, η οξαλίς η ξινήθρα, που αυτοφύεται σε σκιερές, υγρές και δασοσκεπείς περιοχές της Πελοποννήσου και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Είναι ένα μικρό φυτό με όλα τα φύλλα παράρριζα, μακρόμισχα, που αποτελούνται από τρία καρδιόσχημα φυλλάρια που σχηματίζουν ένα χαρακτηριστικό τριφύλλι. Τα άνθη επίσης με μακρύ μίσχο, που φύεται από τη βάση, είναι λευκά ή ρόδινα, με στεφάνη χοανοειδή, πενταπέταλο. Από το φυτό αυτό βγαίνει ένα αλάτι που χρησιμοποιείται στην κυανογραφία και στην ηλιογραφία. Αφέψημα του φυτού χρησιμοποιείται από τη λαϊκή ιατρική ως διουρητικό και στυπτικό.
Η ξινήθρα είναι ποώδες φυτό της ελληνικής χλωρίδας, πλούσιο σε οξαλικό οξύ, στο οποίο οφείλει την ξινή δροσιστική γεύση του, που προϋποθέτει και το όνομά του.
Η ξινήθρα, αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς.
* * *ηβοτ. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών τού φυτού λάπαθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξινός + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δαχτυλ-ήθρα)].
Dictionary of Greek. 2013.